Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Ναός των Μαλατεστιανών
Η προσωπικότητα του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού, του Έλληνα φιλοσόφου του 15ου αιώνα, μπορεί να παραμένει ακόμα και σήμερα στη σφαίρα του μυστηρίου, το χάρισμα του όμως, αντικατοπτρίζεται σε πολλούς άνδρες της Αναγέννησης και η επίδρασή του ανιχνεύεται σε πολλά και μεγάλα έργα εκείνης της εποχής. Η ενασχόληση με την μελέτη για τα σχετικά με τον Πλήθωνα, δεν είναι μια άσκοπη άσκηση ή ένας μάταιος κόπος που σταματά στις σπουδές της ιστορίας της Αναγέννησης. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία για μια αναβίωση της αίσθησης των γεγονότων που οδήγησαν στον μεγάλο πολιτιστικό σταθμό του κόσμου της Αναγέννησης και της ανακάλυψης του δρόμου για την σύγχρονη εποχή. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια της απίθανης διαδρομής του φιλοσόφου από την Ανατολή στην Δύσηi,επιτυγχάνουμε την κατανόηση της προσωπικότητάς του και διεισδύουμε στην δική του ελκυστική και μυστηριώδη θεωρία.
Ήδη από το 1882, σχεδόν μισή χιλιετία από την εποχή του θανάτου του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα, σε ένα γαλλικό κείμενο που επαναδιαπραγματεύεται με μια εξ αρχής και συνολική μελέτη, την ανάδειξη των τεχνών και των γραμμάτων από την αυλή των Μαλατεστιανώνii (malatestiana), ο φιλόσοφος καθορίζεται πλέον ως «μια από τις δάδες της ανθρωπότητας».
Από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ «κραταιάς» αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά για τη δημιουργία των προϋποθέσεων μιας εντελώς νέας απαρχής του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων.
Η δράση του Πλήθωνα δεν σταμάτησε στην Πελοπόννησο. Οι επαφές του με την Δύση επέφεραν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα και ανέτρεψαν τον ρου της ιστορίας. Σήμερα ο Πλήθων αναγνωρίζεται στην Δύση, ως ο μύστης και εμπνευστής όχι μόνο της Ακαδημίας της Φλωρεντίας, αλλά και εκείνης της Ρώμης, της Νάπολης και γενικότερα των Ακαδημιών όλης της Ιταλίας και ότι επιτέλεσε τελικά την επανάσταση της διανόησης με την αναγέννηση των σπουδών, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά κείμενα όπως αυτά του Πλάτωνα, Πλόκλου, Πορφύριου, Υάμβλιχου, και Ψελλού (όπως στην εποχή μας αντιπαρατέθηκαν για πρώτη φορά τα Ερμητικά Κείμενα). Ο Πλήθων είναι ο πρωταγωνιστής της αναγέννησης, μαζί με τις καραβέλες του Κολόμβου, ακόμη και στο πεδίο της αστρολογίας, που τόσο καιρό «απασχολούσε» τα ιταλικά δικαστήρια. Και επιπλέον, η προσωπικότητά του συνεχίζει να παραμένει ακόμη και σήμερα σαν μια ανάλαφρη οπτασία, πάνω από την πόλη του Ρίμινι της Ιταλίας που φιλοξενεί τα οστά του. Πως όμως τα οστά του Πλήθωνα έφτασαν ως εκεί;
Ο Σιγισμόνδος Μαλατέσταiii, ηγεμόνας του Rimini, είχε την ιδέα της χρήσης του Ιερού των Μαλατεστιανών, που ήταν βέβαια εν τύποις οικογενειακός χριστιανικός ναός (Tempio Malatestiano di Rimini), ως το μέρος της φιλοξενίας των οστών του αληθινού μύστη της αναγέννησης, του Πλήθωνα. Μετά από την πράξη αυτή, ο ναός είχε την ευκαιρία να γίνει και έγινε τελικά στην εποχή μας, το μνημείο και το έμβλημα της ίδιας της Αναγέννησης. Ο Σιγισμόνδος μετέφερε τα οστά του Πλήθωνα, από τον τουρκοκρατούμενο Μιστρά όπου ο φιλόσοφος είχε τελειώσει από δωδεκαετίας τη ζωή του, για να τον τιμήσει ως ο περισσότερο αφοσιωμένος των μαθητών του. Τα τοποθέτησε στην τρίτη λάρνακα της μιας πλευράς του Ναού, και λάξευσε την εξής επιγραφή πάνω της: «Ο πρώτος των φιλοσόφων της εποχής του» (Philosophorum sua temp estate principis). Γι αυτό το Ιερό μνημείο, το Ναό των Μαλατεστιανών του Ρίμινι, ο πάππας Πίος ΙΙ είπε σε ένα συμβούλιο στις 27 Απριλίου του 1462, «Δεν φαίνεται ως ένας χριστιανικός ναός, αντιθέτως ως ναός των αφοσιωμένων λατρών των δαιμόνων» (Non sembra un Tempio di Cristo, bensì di fedeli adoratori del demonio).
Ο μαθητής του Πλήθωνα Σιγισμόνδος, βρέθηκε στο στόχαστρο της χριστιανικής εκκλησίας αρκετά ενωρίτερα από την πράξη της μεταφοράς των οστών του Πλήθωνα. Μια πληθώρα δυσφημιστικών πράξεων, ένας ολόκληρος κατάλογος θα λέγαμε, καταλογίσθηκαν στον ηγεμόνα. Κατηγορήθηκε για διάφορες δολοφονίες συμπεριλαμβανομένου δυο συζυγοκτονιών (η πρώτη με δηλητηρίαση και η δεύτερη με στραγγαλισμό), την κατασκευή και παράνομη διακίνηση κάλπικων χρημάτων, τον βιασμό μιας εβραίας από το Πέζαρο, μιας μοναχής από την Βολταίρα και μιας προσκυνήτριας αριστοκράτισσας, για αιμομιξία και σοδομισμό και για καταπάτηση της σαρακοστιανής νηστείας. Πάνω από όλα όμως, ο Κύριος του Ρίμινι ήταν κατηγορούμενος για την κατασκευή ενός ειδωλολατρικού ναού και για την επιτέλεση αναβίωσης «ιερόσυλων ιερουργιών». Παρόλα αυτά, ο Πίος ο ΙΙ είχε αναγνωρίσει ότι: «Ο Σιγισμόνδος είχε γνώση της ιστορίας, ήταν πολύ μπροστά στην φιλοσοφία και φαινόταν να είναι γεννημένος για όλα εκείνα που καταπιάνονταν».
Με όλα τα παραπάνω οι εργασίες στο Ιερό, που είχαν αρχίσει το 1446/7, το 1461 διεκόπησαν βιαίως, δίχως να ολοκληρωθούν οι εργασίες κατασκευής της οροφής, με κίνδυνο την ολική καταστροφή του. Την επόμενη χρονιά(1461) ο Σιγισμόνδος αναθεματίστηκε και ακολούθησε η εξαιρετικά φανατισμένη αλλά και συμβολική πράξη της καύσης της εικόνας και του ομοιώματος του, σε τρία σημεία, στο Καπιτώλιο (Campidoglio), στα σκαλιά του Άγιου Πέτρου (San Pietro) και στο Πεδίο των Λουλουδιών (Campo dei Fiori), ως προσομοίωση αληθινής εκτέλεσης δια της πυρράς. Αυτή η ιστορία κηλίδωσης σχεδιάσθηκε από την αρχή ως το τέλος με σκοπό την γενικότερη εξαφάνιση «ενοχλητικών» προσώπων και πραγμάτων, όπως του Σιγισμόνδου, των έργων του Πλήθωνα, ή όπως συνέβη αργότερα το 1600, με τον αφανισμό στην πυρά του Τζορντάνο Μπρούνο.
Ο Σιγισμόνδος ήθελε επιπλέον, να ενώσει υπό αυτόν όλες τις Ιταλικές πολιτείες. Όμως απότυχε και αναγκάσθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1463 ηττημένος, να «επανορθώσει» δηλώνοντας δημόσια ενώπιον επιτροπής καρδιναλίων, την αντίθεσή του με τις αιρετικές ιδέες που του καταλόγιζαν. Ο Σιγισμόνδος αναγκασμένος από την δημόσια αποκήρυξη των αιρετικών ιδεών που του απόδωσαν, περιορίστηκε στα ελάχιστα, απέμεινε μόνο με την περιοχή του Ρίμινι και εμπιστεύθηκε την αντιβασιλεία στην Ισόλδη (Isotta) που ήταν υπό την προστασία των Βενετών (Veneziani). Είχε όμως αποφασίσει να αντιδράσει στην πράξη υποταγής που τον οδήγησε η παπική εκκλησία και που ήταν αντίθετη με τις πραγματικές του ιδέες. Έτσι παραιτήθηκε από την προσπάθεια να γίνει ο διοικητής των Ιταλικών Πολιτειών και έθεσε στις υπηρεσίες τους το σπαθί του. Για τις Πολιτείες, το όνομά του ως πολεμιστή, διατηρούσε ακόμη την αίγλη του. Αποτάθηκε στους Βενετσιάνους, και αυτοί του εμπιστεύτηκαν ένα στράτευμα προορισμένο να αποσπασθεί στο Μορέα, τη σημερινή Πελοπόννησο, εναντίων των Τούρκων που τον είχαν καταλάβει.
Σε αυτό ίσως βοήθησε ο Πίος ο ΙΙ , που ήθελε μετά την επάνοδο ενός πολεμιστή τέτοιας ποιότητας όπως ήταν ο Σιγισμόνδος, να τον απομακρύνει από τις Πολιτείες αναγκάζοντάς τον να εξορμήσει σε μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η αποστολή στο Μοριά ήταν η επίσπευση εκείνης της σταυροφορίας, που ο Πίος ο ΙΙ είχε προσκαλέσει τους βασιλείς της χριστιανοσύνης, στο συνέδριο της Μάντοβα το 1459 και την κρατούσε μυστική. Όμως τον Αύγουστο του 1464 ο Πίος ο ΙΙ πέθανε στην Ανκόνα, εκεί όπου είχαν ενωθεί τον προηγούμενο μήνα οι σταυροφόροι, με την δική του συμμετοχή (για πρώτη φορά βρέθηκε ένας Πάπας στις Σταυροφορίες!) και η στρατιά διαλύθηκε. Κυρίως εκείνη την ημέρα, ο παγανιστής Σιγισμόνδος που ήταν ήδη στον Μοριά, επιτέθηκε στο φρούριο του Μυστρά για να ανακτήσει ένα μοναδικό λάφυρο, τα λείψανα του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα.
Η εκστρατεία στον Μορέα διάρκεσε δύο χρόνια και μόνο τον Απρίλιο του 1466 ο Σιγισμόνδος επέστρεψε στην Ιταλία. Μαζί του όμως έφερε ασθένεια που εκδηλώθηκε σε ελώδη πυρετό. Αργότερα η ασθένεια επιδεινώθηκε και τελικά του επέφερε τον θάνατο στις 7 Οκτωβρίου του 1468. Ο Σιγισμόνδος όμως είχε καταφέρει με την εναπόθεση των λειψάνων του Πλήθωνα στο Ιερό του Ρίμινι, την επαναφορά στον κόσμο ενός μοναδικού και αναπόσπαστου κομματιού του σκηνικού της Αναγέννησης και με τον τρόπο αυτό να επιβάλει ουσιαστικά στην δύση την ύπαρξή του, έτσι ώστε η Ευρώπη να μην λησμονήσει ποτέ έναν εθνικό φιλόσοφο.
Στις ημέρες μας, μισή χιλιετηρίδα μετά, υπάρχουν άνθρωποι που αποδίδουν τιμές σ αυτούς που αγωνίσθηκαν για την αποκατάσταση της αλήθειας, τη γνώσης και τη σοφίας. Αυτό δείχνουν τόσο οι επισκέψεις στο μέρος που έχουν τοποθετηθεί τα οστά του σοφού Πλήθωνα, όσο και τα λουλούδια που αποθέτουν ακόμη και σήμερα στο τόπο που οδηγήθηκε στη πυρά ο Τζορντάνο Μπρούνο, στο Κάμπο ντι Φιόρι της Ρώμης.
Μέτων - Τάκης Παναγιωτόπουλος